Ἀντιγόνα

Ἀντιγόνα
Ἀντιγόνᾱ , Ἀντιγόνη
fem nom/voc/acc dual
Ἀντιγόνᾱ , Ἀντιγόνη
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀντιγόνα — ἀντιγόνᾱ , ἀντί γονάω pres imperat act 2nd sg ἀντιγόνᾱ , ἀντί γονάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιγόνα — Ουσίες οι οποίες, με την εισαγωγή τους στον οργανισμό, προκαλούν την παραγωγή αντισωμάτων ή ευαισθητοποιημένων λεμφοκυττάρων. Αντιγονικές ιδιότητες έχουν μερικές ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, όπως είναι οι πρωτεΐνες, οι υδατάνθρακες, τα… …   Dictionary of Greek

  • ἀντιγόναν — ἀντιγόνᾱν , ἀντί γονάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀντιγόνᾱν , ἀντί γονάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντιγόνας — Ἀντιγόνᾱς , Ἀντιγόνη fem acc pl Ἀντιγόνᾱς , Ἀντιγόνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντιγόναι — Ἀντιγόνᾱͅ , Ἀντιγόνη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντιγόναν — Ἀντιγόνᾱν , Ἀντιγόνη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγόνας — ἀντιγόνᾱς , ἀντί γονάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

  • ετερόφιλος — ο ιατρ. αντισώματα τα οποία παράγονται ως αντίδραση προς αντιγόνα ξένου ζωικού είδους (ετερόφιλα αντιγόνα), αλλιώς ετερογενετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterophilic < hetero (πρβλ. ετερο *) + philic (πρβλ. φιλικός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”